περισπέρχω

περισπέρχω
Α
1. βιάζω κάποιον από παντού, καταδιώκω, αναγκάζω, συνταράζω
2. παθ. περισπέρχομαι
συνταράζομαι, εξοργίζομαι
3. (για τρικυμισμένη θάλασσα) βρίσκομαι σε μεγάλη κίνηση και αναταραχή, αναταράζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σπέρχω «θέτω σε ταχεία κίνηση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περισπερχώ — έω, Α παθ. περισπερχοῡμαι, έομαι συνταράζομαι, εξοργίζομαι («Λοκρῶν περισπερχθέντων τῇ γνώμῃ», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού περισπέρχω κατά τα συνηρημένα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”